Το Χαλάνδρι που γνώρισα στα 1953 ήταν μια πανέμορφη εξοχή, αλλά και μια οργανωμένη πόλη, με πολλές μονοκατοικίες του μεσοπολέμου και θαυμάσιους κήπους. Υπήρχαν όμως και απέραντες αδόμητες εκτάσεις γεμάτες δέντρα. (…)
Η αφετηρία των λεωφορείων προς το Χαλάνδρι ήταν και τότε στην πλατεία Κάνιγγος. Το εισιτήριο κόστιζε 1 δραχμή και 20 λεπτά μέχρι την Αγία Βαρβάρα και 20 λεπτά ακριβότερα μέχρι το τέρμα. Τα σημερινά περίπτερα είναι από τότε φυτεμένα στην ίδια θέση. Στην πλατεία Δούρου υπήρχε η ταβέρνα του Καστρίτση, όπου από νωρίς το απόγευμα ανέπεμπε ο ψήστης θυμιάματα προς τους αθανάτους. Έψηναν γουρουνόπουλα, και οι μύτες έσπαγαν από την ερεθιστική μυρωδιά..
.…Θυμάμαι ακόμη και το μικρό χαριτωμένο σπίτι της Τζίνας Μπαχάουερ, στην οδό Προφήτη Ηλία. Οσάκις ερχόταν στην Ελλάδα έκανε σ’ αυτό λαμπρές συνάξεις. Πλήθος οι πολιτικοί και οι καλλιτέχνες. Όταν πέρασα πριν από καιρό και είδα τον κήπο αναρωτήθηκα πώς στο καλό χωρούσαν τόσοι άνθρωποι. Το σπίτι ερημώνει και στοιχειώνει με τα χρόνια.
Στην Οδό Εθνικής Αντιστάσεως είχαν το σπίτι τους οι αδελφές Άννα και Μαρία Καλουτά, τη “Βίλα Μάννα”, και πολλές φορές τις έβλεπες τα απογεύματα στη βεράντα να πίνουν τον καφέ τους…»
Απόσπασμα από το κείμενο του Μάνου Ελευθερίου «Το Χαλάνδρι που γνώρισα» (2004)