Η μουσική της «κακής διάθεσης» αγκάλιασε τη μελαγχολία των σκλαβωμένων και έγινε το γιατρικό της συναίσθησης. Ένα άγγιγμα ψυχής σε πόνο και καταστάσεις που αδυνατούν να επιβληθούν σε αξιακές ανά εποχή συνθήκες που θέλουν υπηρέτες κοινωνικών διαστροφών υποτιθέμενης ευημερίας.
Το μπλουζ, μπόλιασε σε όλα τα μουσική είδη, από τον Τσάρλι Πάτον στους Rolling Stones, Elvis, Hendrix, Rory. Από τον κοινωνικό αποκλεισμό στην ωδή του έρωτα. Από τη τζαζ, το ροκ εντ ρολ, στο χιπ χοπ, ποπ, ράγκταϊμ, ρυθμ εντ μπλουζ. H θλίψη, ο πόνος, κάθε λύπη και λείπει, ο συμβιβασμός των ζωντανών νεκρών, δεν έχει χρώμα, τάξη, γλώσσα και θρησκεία. Είναι μόνο, πολυπολιτισμικό ταξίδι στον κόσμο των αισθήσεων και παραισθήσεων, του κατ’ ευχήν πόθου ενάντια στη δεινή πραγματικότητα.
Είναι οι πεσμένες νότες του σούρουπου, με υφέσεις στην 5η και 7η νότα να φέρνουν στο κατευόδιο τη νύχτα. Το βράδυ να μοιάζει με ένα τεράστιο στραγγιστήρι, κρατά μέσα ό,τι πραγματικά έχει ο καθείς μας. Έναν άνθρωπο, μια αγκαλιά, μια παρέα, σκέψεις, στιγμές της μέρας που προηγήθηκε. Άλλες φορές υπενθυμίζει τη μοναξιά σε μία ατέλειωτη σιωπή, στροφυλίζοντας κάθε προσμονή και ελπίδα, κάθε ανάγκη, παρέα με πόνο, να σφάζει στην πλάτη ουρλιάζοντας για χάδι, φλερτάροντας με τη συνήθεια, μιας αρρωστημένης αυτοκτονίας σε δόσεις.
Είναι η μουσική του άδειου δρόμου, οι τέσσερις ρόδες που ζητάς να σε πάνε στο όνειρο ή να σε πάρουν από τον εφιάλτη. Φεύγεις ή πας; Πώς τα χιλιόμετρα μοιάζουν στάσιμα όταν πια δε φεύγεις ούτε πας, όταν ο αέρας δεν διώχνει τον κόμπο στο λαιμό, όταν η ανάσα μένει κοφτή σαν τη χαρά που κόπηκε απότομα και γίνηκε τρομάρα, τιμωρητικά, εκδικητικά που τόλμησες να πιστέψεις στο ιδανικό, στο διαφορετικό, στο this never happened before.
Ο αδυσώπητος σεβασμός σε επιβαλλόμενα πρέπει, η απόσταση αναπνοής, χέρια παράλυτα, προσαρμοσμένα απόλυτα σε επιθυμίες άλλων και μια καρδιά να ραγίζει από την ανάγκη να ταξιδέψει σε ένα κόσμο που η ζέστη είναι δροσιά και το κρύο δεν αγγίζει.
Σιγανά βήματα σε άδειο δωμάτιο, ο ήχος μελοποιεί την αγάπη σε δωδεκάμετρη μορφή επαναλαμβανόμενου μοτίβου, αγκαλιάζει αργά, αγγίζει τη μέση, ψιθυρίζει στ’ αυτί στιχάκια, που γίνηκαν σκέπασμα, αγκίστρι, πίστη, μέχρι που σκοντάφτει στις γεμάτες κούτες και άδειες βαλίτσες. Κάπου θα πήγαινες, μα έχασες τον προορισμό σε κάποια σφραγίσματα προσποιητής ασφάλειας και υποκριτικής βολής, παίρνοντας τον ρόλο μιας παράπλευρης απώλειας, άνευ σημασίας, άνευ υπολογισμού. Τίποτε δε θα αδειάσει, τίποτε δε θα γεμίσει, ένα μούδιασμα διάχυτο στο χώρο, δια περασμένο από ένα σώμα γυμνό, ανέγγιχτο με τη λαχτάρα αιμωδία, ενός πόθου παρωδία.