Σε εκείνο το σημείο κάπου στο πουθενά, εκεί που συνάντησες το μόνο ακέραιο στο πάτημα του φρένου σου. Στη μέση ενός άδειου δρόμου με τη βροχή να θολώνει τα τζάμια σου και να υγραίνει τα μαγουλά σου, εκεί που το τιμόνι σου γίνεται σάκος του μποξ και στήριγμα καθώς κρατά γερά τις παλάμες σου. Απορείς-δε θα έπρεπε και όμως απορείς πώς γίνεται μεγάλοι άνθρωποι να λένε ψέματα. Πώς μπορούν να χρησιμοποιούν βαρύγδουπες κουβέντες να καμουφλάρουν αυτό που είδες μπροστά σου, γιατί όλο αυτό; Πόσο βόλεψες αλήθεια, πόσο;; Παρκάρεις, κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, η ίδια εικόνα ενός ευτελισμένου προσώπου φτιαγμένο από αυτούς που νοιάστηκες και φρόντιζες.
Ειδεχθές και ατιμώρητο, είναι εντός των ηθών των σάπιων κοινωνιών αρκεί ο σκοπός να ευλογεί τον φόνο. Πόση χυδαιότητα γέμισαν οι ψυχές μας να χρησιμοποιείται η αγάπη με σκοπιμότητα; Και όχι δε σου πήραν τα πάντα επειδή τους έλειπαν αλλά από απληστία, άλλωστε πιο εύκολα χειρίσιμος είναι ο στερημένος. Τοξικότητα και μετάθεση ευθυνών ανθρωπόμορφων.
Για το σάπιο που έγινε καθεστώς συνοδευόμενο από μια πόρνη ευγένεια που το ύψος της χάθηκε σε ευνουχισμένους χαρακτήρες με ποδιά και στριγκάκι γευόμενοι υγρά που τους ξινίζουν και τα καταπίνουν αδιαμαρτύρητα για τριάντα γ@μημένα αργύρια. Το σθένος βούλιαξε σε καναπέδες και επιδίδεται σε διαδικτυακή ενίσχυση τεστοστερόνης. Στο ύψος της αναξιοπρέπειας κοστολογούν ζωές και ανθρώπους σε ενίσχυση και διατήρηση συμβάσεων μερικού χρόνου.
Είναι που μάλλον η ηχώ μπερδεύτηκε στο σε αγαπώ και πονώ και έμεινε το ωμέγα τονισμένο να τελειώνει μια ζωή που δε διάλεξες αλλά ακολούθησες, για να είναι όλοι καλά και τώρα γυμνή πώς θα ντυθείς; Πώς στα αυτιά σου θα ηχούν πάλι μελωδίες όταν κάθε τι έχει καλυφθεί κάτω από τις φωνές δειλίας. Μαχαίρια που εκτοξεύονται απολαμβάνοντας κάθε πληγή που ανοίγουν, αρκεί η μάσκα κάτω από τη μάσκα να μένει στη θέση της.