Αγκυλώσεις
Ακεραιότητες και ηθικές φτιαγμένες από αγαλματίδια που δηλώνουν καλλίτεχνα, παραλείποντας να αναφέρουν τον γλύπτη. Αναλγησία, μιας επαχθούς έπαρσης κολλημένης με τσίχλα πάνω σε τίτλο τιμής. Από πού πορεύεται αυτή η ασυνείδητη βοά αυθαιρεσίας; Μαριονέτες, σ΄ ένα παιχνίδι ξεπλύματος – μα τι χρειάζονται οι καθαροί το ξέπλυμα; Σώπαινε λέμε, αγέλες είναι και ορμούν, όχι, δεν πεινάνε, κατασπαράζουν από λαιμαργία. Αδυνατούν να δουν, για αυτό δε θα τους κοιτά κανείς.
Κοινωνία φθόνου, σε προσφορά αυτάρεσκων προσώπων επιβολής της ανωτερότητάς τους. Τρεχαντήρι σε κατάπτωση ήθους, καμώνοντας τις αρχές τους ως αξίες τοποθετημένες άριστα σε κούφιες λέξεις. Βαυκαλίζονται στ’ όνομα νεκρού παιδιού, τάχα μου ως ενστερνιστές και οδηγητές μιας αλήθειας ενός υποκειμένου γεμάτο από ψεύδος και εμμονή. Μη μιλάς! Ποιος είσαι εσύ; Τι δεν κατάλαβες; Οι ανισότητες αμβλύνονται για να πουλάνε ευσπλαχνία. Πώς τολμάς; Δεν ακούς;
Φωνάσκουν τόσο, που το άδικο κρύφτηκε από ντροπή και βγήκε η μικροαστική αντίληψη του πάλαι ποτέ τίποτα, να βαρέσει παλαμάκια και να φαντασιώνεται, ότι σέρνει το χορό. Πόσο ηλίθια είναι δαύτη, που δεν κατάλαβε ποτέ, τι της στερούν; Αυτή η ρημάδα που δημιουργεί ανθρώπους μικρούς, δειλούς, οκνηρούς, ανίκανους για κάθε προσφορά, για κάθε χαρά, για κάθε αίσθημα. Μα συνάμα με τέτοια οίηση που νομίζει η κακομοίρα, ότι η τελειότητά της, ορίζει τον κόσμο. Ούτε φωνή δική της δεν κατέχει, αντίλαλος που ασθμαίνει. Δεν κατάλαβε η χαζή, ότι χειραγωγείται, ότι για χάρη της η δημοκρατία βρίσκεται σε αέναη λήθη.
Τετριμμένα ήθη υφέρπουν εχέγγυα τη νέα εποχή, με τον μεσαίωνα να γίνεται σκιά πάνω στην αναπτυγμένη δύση. Σφαιτερισμένες ιδεολογίες γλείφουν χύσια αγνώστου ανήρ σε πνευματικό αναχωρητισμό. Οι διανοούμενοι σε ρόλο εύρεσης ταυτότητας, φοβούμενοι το πάτημα του κουμπιού της κατακραυγής από τους «εμπειρογνώμονες», ενίοτε και σε ρόλο τεχνοκράτη, με νύχια αρπαχτικού και δόλιο βλέμμα, με απόψεις δανεικές, σαν τσόντα που πρέπει να επιστραφεί και με μία «διαθεσιμότητα» ως άλλη πόρνη να εκδίδεται φλύαρα βάζοντας σε σιγή τον πλουραλισμό.
Δούλοι μιας νέας τάξης πραγμάτων, εξαρτήματα, μιας μηχανής που κανείς δε θέλει και όλοι μοχθούν να δουλέψει και οι απαίδευτοι ως μέγα καπηλευτές, να θριαμβολογούν που η μηχανή πήρε μπρος. Οι αδαείς τρέχουν να συγχαρούν και συ μαλάκα κλαις, θυμώνεις, σιωπάς, δέχεσαι παρα φύσιν βιασμό, με αφέντρα την κοινωνική συνοχή. Σέρνεσαι με μια κομματιασμένη αξιοπρέπεια που την ξεσπάς με οργή πάνω σε άλλους δούλους.
Μισώ τα θύματα που σέβονται τους δήμιους τους.
Jean-Paul Sartre
Αδιέξοδος στο τέλμα, τα ηχεία είναι κλειστά, οι νότες δεν παίζουν στη συνενοχή. Σιωπή, μην λέτε στο νεκρό ότι δε ζει, τον φοβάται τον θάνατο.