Στη χώρα που η μόνη σταθερά είναι ο ευτελισμός της δημοκρατίας και των νεκρών της. Στο κράτος που η ιστορία βεβηλώνεται με επαναλαμβανόμενο φόντο τις μαύρες της σελίδες. Σε ένα δίκαιο που διοικούντες και κυβερνώντες καταβάλλουν κάθε δυνατό μέτρο βαυκαλισμού καταλύοντας έντεχνα κάθε έννοια ελεύθερης σκέψης, διαβάλλοντας το ίδιο το δικαίωμα.
«Η άφατη πραγματικότητα, 104 νεκροί, στο φύσημα του ανέμου. Ηχεί ακόμα η έκκληση, ο τρόμος, οι αγκαλιές των νεκρών κατά την τελευταία πνοή μια σκιά που δε θα φύγει. Οχτώ παιδιά φοβάμαι μαμά…» Πώς να χωρέσει ο νους τα νεκρά τα παιδιά, ποια η δικαίωση των νεκρών όταν βεβηλώνονται κάτω από κομματικές σημαίες;
Τραγικότητα. Θρήνος. Κινούμενη άμμος μιας άδηλης κατάστασης, με συνέπειες και ζημιές που κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει. Η μέριμνα καίγεται στις φλόγες. Αντιμετώπιση επίμοχθη.
Λίβας κολάσεως, δημιουργημένος από το χέρι ενός ανθρωπόμορφου τέρατος.
Πώς τολμούν;
Στην κίβδηλη εποχή που διανύουμε, διαπιστώνεται με λύπη ότι η ανθρωπιά εχάθη και ουδείς εχέφρων και συναισθηματικά νοήμων τη συνάντησε κάπου.
Την σκότωσε η παθητική συναίνεση, το χορηγηλίκη που μεταφράστηκε σε εθελοντισμό.
Η πολιτική προστασία παραμένει ανύπαρκτη σε καιρούς χαλεπούς -μέτρα που μεταθέτουν την ευθύνη- η συλλογικότητα αδρανεί από φόβο και η ατομική ευθύνη γίνηκε «η πάρτη μου». Θυσία η ζωή και οι αρετές της σε μια επισφαλή πραγματικότητα.
Καμιά δικαίωση για τους αδικοχαμένους στο Μάτι, καμία πρόληψη, -αντιθέτως εν μια νυχτί βλάσφημα και αλόγιστα- ψηφίστηκε ο νέος περιβαλλοντικός νόμος (4685/2020), ο οποίος δίνει τη χαριστική βολή για το όποιο ενδεχόμενο προστασίας του περιβαλλοντικού πλούτου της χώρας μας, με αποτελείωμα η ιδιωτικοποίηση της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης που εξουδετερώνει και θεσμικά κάθε έννοια προστασίας, σχεδιασμού και ελέγχου.
Η Ελλάδα συνεχίζει να καίγεται, η φωτιά γίνηκε φόντο σύνηθες και οι κάτοικοι στο έλεος της. Εικόνες που φωνάζαμε «ποτέ ξανά» επαναλαμβάνονται ανερυθρίαστα μπροστά μας. Παράπλευρη απώλεια η ίδια η ζωή.
Ήταν που δε θα ξεχνούσαμε
και όμως, ξεχάσαμε χωμένοι στη φούσκα της ψευδεπίγραφης προόδου.
Ο τρόμος όμως των αδικοχαμένων είναι ακόμα εκεί. Ο τόπος ηχεί από κραυγές, δάκρυα, στάχτες από ανθρώπινα σώματα — που ο κρατικός μηχανισμός εγκατέλειψε και τώρα καταπατά την αξιοπρέπεια τους. Δε χρειάζεται ησυχία για να ακουστεί η οδύνη συγγενών και φίλων, η απώλειά τους χαράκτηκε ανεξίτηλα σε κύματα, κουφάρια δέντρων και στον άνεμο που σιγοψυθιρίζει όσα οι ιθύνοντες επιλέγουν να μη θυμούνται.
Η λήθη δεν λυτρώνει τους νεκρούς.
Ούτε προστατεύει το «δεδικασμένο» χωρίς πρόληψη.
Ο κόσμος μένει άναυδος μπρος την ειμαρμένη ή στην διάχυτη καφρίλα ανάξιων διοικούντων;
Η παθητικότητα γίνεται σύμμαχος σε αλλαγές που σοκάρουν κάθε καλλιέργεια πνεύματος, σε πρότυπα συμπεριφορών και στην κατάλυση αξιών. Άνθρωποι, ζώα και περιουσίες σε καθεστώς τρομοκρατίας της ανεπάρκειας των ιθύνοντων, θύματα μιας «ετοιμότητας», μιας «πρόληψης».

