Του Αριστοτέλη Μπενόγλου
Για τον Βασίλη Καζούλη δεν θα δεις σκηνές λατρείας, δεν θα ακούσεις ποτέ για πολιορκίες από αφιονισμένες groupies, με έπαθλο ένα αυτόγραφο ακόμα και στα πιο επίμαχα σημεία του σώματός τους, ούτε θα διαβάσεις για ακραίες εκδηλώσεις θαυμασμού. Πλάι στο όνομά του δύσκολα θα συναντήσεις τις λέξεις «σουξέ», «κοσμοσυρροή», «παραλιακή», «λουλουδοπόλεμος», «εμπορικός». Ακόμα πιο δύσκολα θα τον χαρακτηρίσει κανείς «φωνάρα», «παίδαρο» ή «κούκλο». Η φωνή του, πάντως, είναι αισθαντική, ιδιαίτερη, αναγνωρίσιμη, χαρακτηριστική. Το ίδιο και η εμφάνισή του. Δεν θα έκαιγε καρδιές νεαρών κοριτσιών, όμως είναι συμπαθητική φυσιογνωμία, που σου αποπνέει κάτι γνώριμο, φιλικό, οικείο.
Πολλά μπορεί να μην είναι ο Βασίλης, αλλά είναι αυθεντικός. Όπως και τα τραγούδια του, τα οποία έχει γράψει και μελοποιήσει ο ίδιος.
Το «Κάτι να γυαλίζει» είναι το πιο δημοφιλές κομμάτι του Βασίλη στο Youtube, κερδίζοντας τη «Φανή», τον «Πυγμάχο», το «Αν ήσουν άγγελος», τα «Αεροπλάνα» και το αγαπημένο μου «Βορινό Λιμάνι», η καλύτερη version του οποίου παίχτηκε live σε τηλεοπτική εκπομπή από το Καβούρι της Βουλιαγμένης και αξίζει να της χαρίσετε μία προβολή. Οι νότες και οι στίχοι του Καζούλλη μάς θυμίζουν στιγμές από τις δικές μας ζωές: χαρές κι απογοητεύσεις, όνειρα που πραγματοποιήθηκαν και άλλα που παρέμειναν όνειρα, γάμους και αρραβώνες, διαζύγια και χωρισμούς. Ένα μιξάζ χαρμολύπης, αναμνήσεων, μια γλυκόπικρη αίσθηση του ανικανοποίητου, που διαχέεται σε κάθε ρεφρέν ή κουπλέ.
Ίσως γι’ αυτό, σε τούτο το βίντεο (από την εκπομπή «Στην υγειά μας»), να βλέπουμε μια κοπέλα να το σιγοτραγουδάει δακρυσμένη. Μάλλον το κομμάτι της φέρνει στο νου δικά της, προσωπικά βιώματα. Δεν έχει σημασία πόσων ετών είναι, τι δουλειά κάνει, αν είναι διάσημη ή άσημη, αν έχει πάει με έναν ή χίλιους άνδρες. Το δάκρυ της είναι αληθινό, αυτό μετράει.
Κάθε μα κάθε γυναίκα πάντοτε θα κρύβει μέσα της το κοριτσάκι εκείνο που κάποτε πληγώθηκε από έναν άνδρα. Γιατί πίσω από την κούκλα με τα δωδεκάποντα τακούνια, το υπερβολικό make up, τα extensions, τους χορούς πάνω στα τραπέζια και τις μπάρες, τις αναμεμειγμένες με τεκίλες, βότκες και ουίσκια γνωριμίες της μίας βραδιάς, πάντα θα ξεπροβάλλει ντροπαλά εκείνο το κοριτσάκι που αγάπησε, που ερωτεύτηκε, που θα περιμένει για μια ζωή τον πρίγκιπα με το λευκό άλογο, όπως στα παραμύθια που της διηγούνταν μικρή ο μπαμπάς της. Όταν η πόρτα του αυτοκινήτου κλείσει και οι ήχοι του Βέρτη, του Κιάμου και του Αργυρού τείνουν να εξαφανιστούν από τα τρυπημένα από τους κρίκους αφτιά, ίσως εκείνη την ώρα, την πάντα μοναχική, την ώρα που οι γόβες και τα φορέματα δίνουν τη θέση τους στις παντόφλες και τις πυζάμες και στο μακιγιάζ κολλάει το πρόθεμα ντε-, να μπαίνει η μελωδική φωνή του Καζούλλη, να έρχεται το αληθινό να αντικαταστήσει το fake, να αχνοφαίνεται «κάτι να γυαλίζει», παραμερίζοντας «ό,τι πιο θαμπό και σκοτεινό».
Αντίστοιχα, σε κάποια άλλη γωνιά της πόλης, ένας άνδρας κλαίει όπως η κοπέλα του βίντεο. Γιατί και οι άνδρες κλαίνε. Κλαίνε με αναφιλητά, ιδίως όταν η δική τους πριγκίπισσα, η «μπαλαρίνα» τους, είναι τώρα μακριά, πιο μακριά ακόμα και από την Αλεξάνδρεια ή την Κίνα του τραγουδιού. Και τότε και εκείνοι νιώθουν μόνοι, «σαν τον φτωχό Σαρλό», «σαν τον κλόουν στη σκηνή».
Ανέκαθεν αγαπούσα τους αδικημένους, τους μη προβεβλημένους όσο θα ‘πρεπε, τους ρομαντικούς και τους ονειροπόλους. Ο «Μπίλι», λοιπόν, πάντα θα είναι ένας από τους ήρωες ή, καλύτερα, τους αντιήρωές μου