Η εμμονή του δυτικού κόσμου, να διατηρεί μια κατάσταση που έχει πάψει προ πολλού να είναι βιώσιμη, εκτινάζοντας τα ιδιωτικά χρέη και καταλύοντας κοινωνικά κράτη, διαφαίνεται στο μέγιστο κάτω από τη σκιά της πανδημίας.
Παρά τις κατ’ εντολήν προσπάθειες για τη διάρθρωση και σταθεροποίηση της Ελληνικής οικονομίας, η φτωχοποίηση του πληθυσμού επιταχύνεται. Δημόσιο και ιδιωτικό χρέος αυξάνεται, με το ΑΕΠ να προβλέπεται στα όρια του 2002, το δημόσιο χρέος διπλάσιο και το ιδιωτικό πάνω από 140%, τη στιγμή που την πρώτη χρονιά του ευρώ ήταν αμελητέο. Μετά από δέκα χρόνια λιτότητας, σε ένα καταστρατηγημένο διαλυμένο κράτος, μένει κάτι που μπορεί να προβλέπει κανείς;
Είδαμε προσφάτως, μετά την ψήφιση του περίφημου πτωχευτικού νόμου, τη Moody’s να αναβαθμίζει τη χώρα μας. Ο ΥπOIK δήλωσε ότι «πρόκειται για εξαιρετικά θετική εξέλιξη για την Ελλάδα και την οικονομία της. Μάλιστα, η αξιολόγηση έγινε σε συνθήκες πρωτοφανούς ύφεσης της παγκόσμιας οικονομίας και των επιμέρους εθνικών οικονομιών, καθώς και υψηλής αβεβαιότητας που η πανδημία έχει επιφέρει». Παράλληλα συμπλήρωσε ότι «συνεχίζονται οι προσπάθειες για να κάνουμε τη χώρα μας πιο ισχυρή, την οικονομία της πιο παραγωγική και την κοινωνία μας πιο δίκαιη και συνεκτική».
Πώς δικαιολογείται όμως η απόφαση ενός από τους μεγαλύτερους οίκους αξιολόγησης;
Η Μoody’s ταυτίστηκε με την αξιολόγηση της S&P, κάτι που δε συμβαίνει με την απόφαση της Fitch. Άρα κατ ουσίαν, η χώρα παραμένει εκτός επενδυτικής βαθμίδας. Με τις μελέτες των οίκων να δείχνουν ότι εφόσον η Ελλάδα αξιοποιήσει σωστά τα 30 δις, εκ των οποίων το 60% αφορά επενδυτικά προγράμματα, και προχωρήσει το πρόγραμμα Ηρακλής που αφορά τις τράπεζες, τότε θα υπάρξει ανάκαμψη και η απορρύθμιση θα αφορά μόνο τη φετινή χρονιά. Γίνεται δε, ειδική μνεία στην ΑΑΔΕ, εννοώντας όχι βέβαια τα οφέλη των πολιτών ως προς αυτήν, αλλά στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που έχουν απομείνει στην κυριαρχία μας.
Ανακαλώντας στη μνήμη το δόγμα της Θάτσερ «πρώτα η οικονομία, μετά η κοινωνία», αναρωτιέμαι η σειρά της κοινωνίας πότε έρχεται, ποιες είναι αυτές οι κρατικές επενδύσεις που θα ωθήσουν στην ανάπτυξη της οικονομίας, εν συνεχεία ιδιωτικών επενδύσεων, εν κατακλείδι στη δημιουργία ενός κοινωνικού κράτους;
Πόσο υγιές είναι ένα σύστημα με καταπονημένο εργατικό πληθυσμό και πόσο θα αντέξει η χώρα την αύξηση της ανεργίας, την υπογεννητικότητα και τη μετανάστευση των νέων; Προς το παρόν δε βλέπω απάντηση. Ίσως το μόνο που διαφαίνεται έντονα είναι ότι οι πολίτες θα κληθούν να βγάλουν το φίδι από την τρύπα, κλείνοντας τις μαύρες τρύπες με ό,τι έχουν και δεν έχουν. Αν συσχετίσω την προτεραιότητα των τελευταίων είκοσι τουλάχιστον χρόνων, που είναι η διατήρηση της ανοδικής δυναμικής των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, όπως μετοχές, ομόλογα και ακίνητα, με τον «σωτήριο κατά την κυβέρνηση» πτωχευτικό νόμο, σε συνδυασμό με το υπέρογκο ιδιωτικό χρέος, ίσως απαντηθεί το φιλί της ζωής που προβλέπεται να δοθεί..
Προς το παρόν, ο πολίτης περιμένει το χελιδόνι που θα φέρει την άνοιξη. Στην πιο αβέβαιη εποχή μετά από δύο παγκοσμίους πολέμους, ψάχνει φως ώστε να μπορέσει να βγει από το τούνελ. Οι υποχρεώσεις κατακρεούργησαν τα δικαιώματα που η ανθρώπινη φύση απαιτεί, και οι Έλληνες βλέπουν την υπομονή μιας δεκαετίας να εξαϋλώνεται σε ανύπαρκτες παροχές.