Ποια ανάγκη ξεπλένεται στη βροχή;
Σε πόσα δάκρυα ξοφλάται η προσμονή;
Ασφάλεια, αναλγησία, ξεγυμνωμένες, καταπατημένες σε ξένες αναπνοές.
Ποιος μόνος πονά;
Ποια μοναχικότητα ματώνει;
Μόνο τα χέρια που ταίριαξαν και τύλιξαν τα δάχτυλα παρέα νιώθουν το γδάρσιμο.
Μόνο αγκαλιές που κούμπωσαν και από φόβο μη χαθούν σπαράχτηκαν.
‘Εχεις δει σώματα να ποθιούνται, μυαλά να ταιριάζουν και να δειλιάζουν; Ανθρώπους που φτιάχτηκαν για να είναι μαζί και να αρνούνται το εμείς από τρόμο να μη χαθεί;
Έχεις δει να ντροπιάζουν την αγάπη; Να πονά η προσμονή; Να ραγίζει ό,τι πίστεψες και το όνειρο να στραγγίζει την ελπίδα;
Εχεις δει λαχτάρα να σφίγγει το στέρνο; Να κομπιάζει στο κόψιμο της αναπνοής;
Σε ποιο θέλω επουλώνεται η πληγή;
Ποιο μου λείπεις ζεσταίνει τη στιγμή;
Δειλία οδηγεί σε απόγνωση τις ψυχές, ζήλεψε βλέπεις τη λάμψη τους και τις οδηγεί στο μίζερο γνωστό της κόσμο, τις χώνει στην ομπρέλα της εγνωσμένης βαστάσουζας βολής.