Μην αργείς.
Τούτο μόνο σου λέω.
Γιατί, σε λίγο,
σαν θα χτυπάς την πόρτα μου,
θα νομίζω πως είναι τα γηρατειά,
πως είν’ ο χειμώνας,
πως είν’ ο θάνατος.
Μην αργείς.
Στάσου κι αφουγκράσου
κάτω απ’ τα σπίτια,
κι απ’ τους δρόμους
που περνάς.
Απ’ τα παράθυρα
κρέμουνται τα χέρια μου
και σε καλούν.
Στάσου κι αφουγκράσου
κάτω απ’ τα σπίτια.
Σ’ όλα κυλάει ο αέρας σου.
Ολα ξέρουν τ’ ονομά σου.
Μην αργείς.
Να σε περιμένω
είναι πιο γλυκό
κι απ’ το να’ρχεσαι.
Είναι σαν το σκάσιμο
της μυγδαλιάς.
Σαν το πανί που πλέει στο λιμάνι.
Σαν κελάιδισμα, σαν γέλιο πρωινό.
Να σε περιμένω
είναι σα να ξανάρχομαι στη γη.
Στο δρόμο μην αργείς.
Είναι γιομάτοι Φαίακες,
είναι γιομάτοι πλάνεμα,
οι δρόμοι.
Οι δρόμοι γλιστρούν,
χυμούν αρπαχτικοί
και κλέβουν.
Μην αργείς.
Μην αργείς.
Γιατί ώσπου να’ ρθεις,
θα περπατήσω όλη
την Υδρόγειο του πόνου μου.
Θα περπατήσω όλα τ’ αγκάθια,
κι όλους τος γκρεμούς.
Γιατί να περιμένω, είναι σα να πεθαίνω.
Γι’ αυτό.
Μην αργείς.