«Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονάει», η φράση του Σεφέρη καρφωμένη στο μυαλό μου, λες και αναζητά τη χρονοδικαίωσή της στα δραματικά πεπραγμένα του τελευταίου μήνα. Για να μην πονά τη ρίξαμε στη λήθη κι ενίοτε την ξυπνάμε τόσο ώστε να επιρρίψουμε ευθύνη για τα κακώς κείμενα.
‘Ηταν 24 Αυγούστου 2007 όπου η φωτιά που ξεκίνησε από την κουζίνα ηλικιωμένης γυναίκας κατέκαψε την Ηλεία αφήνοντας 100 τετραγωνικά χιλιόμετρα στάχτης και θόρυβο παλμών που έσβησε που στο διάβα του το ολοκαύτωμα. Ψυχές που δε δικαιώθηκαν, σιωπές που ουρλιάζουν σε αυτούς που μείνανε πίσω, στο λυγμό της μάνας, του πατέρα, του παιδιού. Στα μάτια αυτών που ακόμα τσούζουν από τον ανείπωτο πόνο.
Το δάσος αναγεννήθηκε, η χλωρίδα δε θυμίζει τίποτε εκείνες τις μέρες της απόλυτης λαίλαπας, αυτής που ονομάστηκε ασύμμετρη απειλή και θεριό, αυτήν που έδειξε ότι η τη γη που μας εμπιστεύτηκαν να παραδώσουμε υγιή, εμείς την αγνοούμε αφήνοντας την στο έλεος του αδέκαστου. Μόνο στα χωριά Αρτέμιδα και Μάκιστος το μαύρο των σπιτιών θυμίζει την καταστροφή. Δε βρίσκεται στους τοίχους, παρά στο βλέμμα αυτών που είδανε το χωριό τους να ερημώνει, αυτών που ακόμα ανάβουν το καντηλάκι των ανθρώπων τους, αυτών που δεν κατάφεραν να πούνε δικαιώθηκες παιδί μου-δικαιώθηκες πατέρα και να νιώσουν τις ψυχές τους να ηρεμούν.
Ποιος θυμάται; Ποιος κράτησε την αλληλεγγύη εκείνων των μερών στο πέρασμα του χρόνου, ποιανών οι δηλώσεις γίνηκαν αποτέλεσμα;
Κανενός, όλοι στο κομμάτι της λήθης, στο δικαίωμα να είμαστε επιπόλαιοι κοιμίζουμε ό,τι θυμίζει ευθύνη.