Το εγχώριο τραπεζικό σύστημα –βάσει του μετοχολόγιου των συστημικών παικτών- ουσιαστικά αποτελεί ένα ετερόκλητο μείγμα από funds και (ολίγον ή περισσότερο) Ταμείο Χρηματοπιτωτικής Σταθερότητας. Όσες “ισχυρές” ψήφοι και να παρασχεθούν από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, το δεδομένο είναι μονοσήμαντο: δομικό πρόβλημα των τραπεζών παραμένει η “φτωχή ποιότητα” των ιδίων κεφαλαίων τους, αφού τα 2/3 εξ αυτών είναι λογιστικά και προέρχονται από αναβαλλόμενη φορολογία.
Οι τράπεζες έχουν πάψει να παράγουν κέρδη από τον “προϊοντικό” σχεδιασμό, δηλαδή από δανεισμό σε επιχειρήσεις και ιδιώτες και αυτά που θα παράξουν μελλοντικά θα είναι πολύ μικρά σε απόλυτους αριθμούς. Σε αυτό το πλαίσιο, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν προσανατολιστεί σε αναδιάρθρωση δομών και υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, το λειτουργικό μοντέλο μετατρέπεται σε ψηφιακό, τόσο προς στους πελάτες όσο και στις διαδικασίες. Οι διοικήσεις των τραπεζών, με άλλα λόγια, προωθούν ένα μοντέλο με βάση τη συμβουλευτική, μειώνοντας τον συναλλακτικό χαρακτήρα που επί δεκαετίες κυριάρχησε.
Το προσωπικό των τραπεζών εδώ και μία 8ετία ήδη έχει συρρικνωθεί και ανανεωθεί σε πολύ μεγάλο ποσοστό. Μέσω (στοχευμένων ή μη) προγραμμάτων εθελούσιας εξόδου, οι περίπου 65.000 υπάλληλοι του 2010, σήμερα προσδιορίζονται σε έναν αριθμό που βρίσκεται κάτω από τις 30.000! Παράλληλα, οι νέες συμβάσεις έχουν ατομικό χαρακτήρα με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο γενικής προστασίας των συλλογικών εργασιακών δικαιωμάτων.
Η γενική νόρμα από το ΤΧΣ προβλέπει για τις συστημικές τράπεζες ανώτατο όριο συνολικού αριθμού εργαζομένων τις 6.000 και συνολικό ανώτατο αριθμό καταστημάτων τα 300 ανά την επικράτεια. Μιλάμε δηλαδή για συνολικά 24.000 εργαζόμενους και 1.200 καταστήματα, αριθμοί που ήταν το άθροισμα μόνο 2 τραπεζικών ομίλων (Εθνική και Πειραιώς) στο τέλος της «χρυσής δεκαετίας» του 2000!
Οι μειώσεις προσωπικού που προέρχονται από τις πωλήσεις δραστηριοτήτων, αναφέρονται σε στελέχη που είχαν εμπειρία, για παράδειγμα, στη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και καρτών. Εκτιμάται ότι μέσω των κινήσεων αυτών μετακινήθηκαν ή πρόκειται να μετακινηθούν μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών περίπου 2.600 εργαζόμενοι (παραδείγματα: Eurobank και της Εθνικής Τράπεζας με τη doValue, της Τράπεζας Πειραιώς με την Intrum και της Alpha Bank με τη Cepal).
H πανδημία του κορωνοϊού, όπως έχουμε επισημάνει σε παλαιότερες αναλύσεις, επιδρά καταλυτικά και χρησιμοποιείται, όταν απαιτείται, ανάλογα. Σε πρόσφατο μήνυμα προς τους εργαζόμενους της Εθνικής Τράπεζας, ο CEO Π. Μυλωνάς σημειώνει χαρακτηριστικά πως «η πανδημία επιβεβαίωσε τις προτεραιότητες της τράπεζας και ειδικότερα την ανάγκη για άμεσο ψηφιακό μετασχηματισμό», ενώ καλεί το προσωπικό να προσαρμοστεί στη νέα δομή και τρόπο λειτουργίας, αφού δημιουργείται “εργασιακό πλαίσιο το οποίο επιβραβεύει την αποτελεσματικότητα”.
Και μετά από όλα αυτά, το βασικό ερώτημα που γεννιέται αφορά στη βιωσιμότητα του μέλλοντος του μέσου τραπεζοϋπαλλήλου. Η απάντηση έρχεται από τις τράπεζες των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας και της Ολλανδίας, του “ανφάν γκατέ” δηλαδή για retail & corporate banking. Αν μπεις σε ένα branch θα δεις 2-3 υπαλλήλους εξυπηρέτησης και έναν υπεύθυνο λειτουργίας. Στο αντίστοιχο διοικητικό και υποστηρικτικό επίπεδο, συναντάμε προσωπικό με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και εξειδίκευσης. Στην Ελλάδα, λόγω της ιδιαιτερότητας της εσωτερικής αγοράς, οι μισθολογικές απολαβές του τραπεζικού υπαλλήλου θεωρούνται ότι βρίσκονται παραπάνω από τον μέσο όρο, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο όμως βρίσκονται εμφανώς κάτω από αυτό. Οι εκτιμήσεις έγκυρων αναλυτών αναφέρουν ότι το gap θα μεγαλώσει τα επόμενα χρόνια και η αντίστοιχη πίεση προς επίτευξη ατομικών στόχων θα γίνει ασφυκτική. Ένα εργασιακό περιβάλλον που καμία σχέση δεν θα έχει με αυτό που υπήρχε λίγες δεκαετίες πριν, τότε που η οικογενειακή προτροπή ήταν “παιδί μου βολέψου στην τραπεζούλα και μετά νοικοκυρέψου”. Τα δύσκολα έπονται, με ελαστική συνθήκη εργασίας, ουσιαστικά με ελαχιστοποίηση της ανθρώπινης επαφής και επίδρασης.