«Τι παράξενο θέατρο πολιτιστικού πολέμου» σχολίασε πηγή των Εργατικών για το διπλωματικό επεισόδιο ακύρωσης της συνάντησης των πρωθυπουργών Σούνακ – Μητσοτάκη.
Ένα «παράξενο θέατρο» που αποτέλεσε συνέπεια του εκατέρωθεν λαϊκισμού των δύο πρωθυπουργών, οι οποίοι προτίμησαν ένα αμοιβαία ζημιογόνο ξέσπασμα κρίσης στις σχέσεις των δυο χωρών προς όφελος της προσωπικά επωφελούς επικοινωνιακής εκμετάλλευσης στο εσωτερικό κάθε πλευράς.
Αμοιβαία επωφελής λαϊκισμός
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει υπερ-επενδύσει στο θέμα της εμφάνισης των γλυπτών του Παρθενώνα για οποιοδήποτε χρόνο και με οποιοδήποτε κόστος στην Αθήνα. Επειδή είναι ένα θέμα που επανέρχεται για περισσότερο από τέσσερεις (4) δεκαετίες στο προσκήνιο της εσωτερικής και διεθνούς επικαιρότητας και μια φωτογραφία των κλεμμένων γλυπτών στον τόπο τους αναμφισβήτητα θα τόνωνε σημαντικά την εικόνα του Έλληνα πρωθυπουργού, πέραν των όποιων «διαβολικών» λεπτομερειών μιας τέτοιας επιτυχίας.
Από το Βρετανικό Μουσείο, το οποίο πιέζεται πια από διεθνούς κύρους πολιτιστικούς φορείς περί των αποικιοκρατικών προσεγγίσεων που υιοθετεί για την απρόσκοπτη διατήρηση εκθεμάτων στις αίθουσές του (Δ. Κουτσούμπα), μόνο απαρατήρητο δεν έχει περάσει ότι πρόσφατα ο κ. Μητσοτάκης προχώρησε σε νομοθετική αναγνώριση (ν.4968/22) καταγγελλόμενης ως αρχαιοκαπηλικής και εν μέρη κίβδηλης συλλογής κυκλαδικών αγγείων Λ. Στερν, με την κύρωση συμφωνίας (Μενδώνη) για μια 50ετή περίοδο «ανταλλαγής» εκθεμάτων που ετεροχρονισμένα και σποραδικά θα έρχονται και θα εκτίθενται στη χώρα μας από το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης του ιδρύματος Γουλανδρή και αντίστροφα, σε πλήρη αντίθεση με τον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων (Σ.Ε.Α.-19/12/2022). Υπόθεση πιλότος, προφανώς, για το Βρετανικό Μουσείο που μια ανάλογη συμφωνία θα του αναζωογονούσε το προφίλ με παράλληλα κέρδη για τη λειτουργία του από τους δανεισμούς και νέων αρχαιοελληνικών εκθεμάτων, οπότε έχει κάθε λόγο από την πλευρά του να επιδιώκει την καλλιέργεια παρόμοιου εδάφους με την ελληνική κυβέρνηση και για τα γλυπτά του Παρθενώνα.
Την ώρα όμως που η ελληνική κυβέρνηση μόχλευσε το νομοθετικό της πλαίσιο, αποδεχόμενη με ειδική κοινοβουλευτική ρύθμιση ακόμα και τη μετακίνηση ορισμένων εκ των πλέον σημαντικών αρχαιοτήτων της με αντάλλαγμα σύντομες εμφανίσεις των κυκλαδικών αρχαιοτήτων της «Συλλογής» του Στερν στον τόπο τους, σύσσωμη η βρετανική ηγεσία απαντά ότι το κοινοβούλιό της δεν πρόκειται να πράξει την παραμικρή παράκαμψη στον δικό της Αρχαιολογικό νόμο (1963) που διέπει τη λειτουργία του Βρετανικού Μουσείου και περιλαμβάνει την ρητή πρόβλεψή περί μη επιστροφής και αμφισβήτησης ιδιοκτησίας εκθεμάτων του. Πέραν του Σούνακ, προκαλούμενοι από τα μέσα ενημέρωσης να λάβουν θέση οι Εργατικοί, ενημέρωσαν τον Τύπο ότι είναι κάθετα αντίθετοι στην οποιαδήποτε νομοθετική αλλαγή και ότι ο επικεφαλής τους Κιρ Στάρμερ ενημέρωσε για αυτό τον Έλληνα Πρωθυπουργό, παράλληλα με τη δέσμευσή του ότι δεν θα φέρει εμπόδια σε ενδεχόμενη απευθείας συμφωνία μεταξύ του Βρετανικού Μουσείου και των ελληνικών αρχών για ανταλλαγή επισκέψεων αρχαιοτήτων (αμοιβαίος παροδικός δανεισμός).
«Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα»
Από τη μια πλευρά, ο Ρίσι Σούνακ, πιεζόμενος από τη λαϊκή δυσαρέσκεια εναντίον της κυβέρνησης των συντηρητικών και του ίδιου, αγνοώντας κάθε σύγχρονη ισχύουσα αξιακή και ηθική ορίζουσα και τις θέσεις αρμόδιων διεθνών φορέων για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας (π.χ. UNESCO 22η Σύνοδο του 2021 για «διακυβερνητική διαπραγμάτευση» Ελλάδας – Βρετανίας) που ξεκάθαρα καθιστούν το Βρετανικό Μουσείο και τη χώρα του έκθετους, βασίζει την απαράδεκτη αποδοκιμασία του προς τον Έλληνα πρωθυπουργό στο… δίκαιο της εποχής της καταλήστευσης των γλυπτών του Παρθενώνα από τον λόρδο Έλγιν. Περίπου σαν να ευλογεί το αξιακό πλαίσιο εκείνης της εποχής σχηματισμού της «Συλλογής» Έλγιν (1801) και να ζει ακόμα σε αυτό.
Από την άλλη πλευρά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σε μια περίοδο βαθιάς κοινωνικής απογοήτευσης, μεταξύ γενικευμένης ακρίβειας και νέου φορολογικού νόμου, αλλά και ενδοκυβερνητικών διαφωνιών για τα ελληνοτουρκικά και την υπό αμφισβήτηση προαναγγελθείσα νομοθέτηση του γάμου των ομοφύλων, εξυπηρετείται πρόσκαιρα και αποκλειστικά με όρους επικοινωνίας από μια διμερή κρίση με τον αδύναμο στο εσωτερικό της χώρας του και διεθνώς Άγγλο πρωθυπουργό. Ιδίως επειδή αυτή συμβαίνει με επίδικο ένα κατεξοχήν «αβανταδόρικο» θέμα, αυτό της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα, το οποίο πρώτη η Μελίνα Μερκούρη, αδιαπραγμάτευτα και με παρρησία, έθεσε προς τη Μ. Βρετανία, ως υπουργός Πολιτισμού κατά τη δεκαετία του ’80. Μια υπουργός που, στην επανάκαμψή της στην άσκηση της υψηλής θεσμικής της ευθύνης στο ΥΠΠΟ τη δεκαετία του ’90 λίγο πριν το θάνατό της, οδήγησε με τις ενέργειές της τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Μητσοτάκη να δωρίσει σχεδόν το σύνολο της οικογενειακής του συλλογής στο κράτος (Φ. Λαμπρίδη tvxs1/10/2017 – Αρχαιολόγος Α΄ Αντ. Βασιλάκης candiadoc 16/4/2022), η οποία πλέον φιλοξενείται στο νέο Μουσείο Χανίων και εγκαινιάστηκε προ ολίγων μηνών από τον νυν πρωθυπουργό Κυρ. Μητσοτάκη, ως εκ των συλλεκτών που εν τέλει παραχώρησαν τα 1062 επίμαχα εκθέματα που βρίσκονται εκεί.
Το πρόβλημα όμως για τον ίδιο τον πρωθυπουργό είναι ότι με τους χειρισμούς του, ανοίγει περαιτέρω την όρεξη εκείνων που ανά τον κόσμο «γλυκοκοιτάζουν» ως πρότυπο περαιτέρω εφαρμογών τη λογική των σύντομων δανεισμών ελληνικών αρχαιοτήτων που εις βάρος της χώρας μας κατέχουν, γιατί όπως και στη «Συμφωνία Στερν» που έγινε απευθείας με το Μουσείο της Νέας Υόρκης και το από κοινού διοικούμενο από μέλη των οικογενειών Στερν – Γουλανδρή νεοπαγές ίδρυμα-«κατόχου» των δικαιωμάτων διαχείρισης της συλλογής, η αντίδραση της διπλωματικής αποστολής του κ. Μητσοτάκη στον Τύπο έκανε μεταξύ άλλων την εξής αναφορά: «δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το Βρετανικό Μουσείο λειτουργεί ανεξάρτητα από την κυβέρνηση της χώρας». Διαρροή, ευθυγραμμιζόμενη με την προγενέστερη δήλωση-πρόταση Μητσοτάκη προς τον Άγγλο πρώην πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον για δανεισμό των γλυπτών του Παρθενώνα σε πλαίσιο ανταλλαγών αρχαιοτήτων (2019), η οποία (διαρροή) επιβεβαιώθηκε με επίσημη δήλωση από τη μεριά του Βρετανικού Μουσείου ότι ανεξάρτητα από την αντίδραση Σούνακ συνεχίζεται η δική του προσπάθεια σύμπραξης με την ελληνική κυβέρνηση για τα γλυπτά του Παρθενώνα. Αυτή η «ανεξάρτητη», όμως, λειτουργία του Μουσείου με το οποίο διαπραγματεύεται αδιαμεσολάβητα η ελληνική κυβέρνηση, ισχύει μέσα στο πλαίσιο του βρετανικού Αρχαιολογικού νόμου, που εν τέλει επιτρέπει στη διοίκηση του Βρετανικού Μουσείου (Ν.Π.Ι.Δ. επιχορηγούμενο από το υπουργείο Πολιτισμού) τη λήψη αποφάσεων αποκλειστικά για δανεισμό εκθεμάτων του και όχι για αναγνώριση της ελληνικής ιδιοκτησίας και την επιστροφή τους.
Που το πάμε;
Έχουμε να κάνουμε συνεπώς και προδήλως με έναν αμφίπλευρο λαϊκισμό στις στάχτες του οποίου καίγεται ένα μείζον διπλωματικό ζήτημα μεταξύ των δύο χώρων, ενώ τις απομακρύνει και σε άλλα επίσης σπουδαία θέματα.
Έχουμε να κάνουμε συνεπώς και προδήλως με έναν αμφίπλευρο λαϊκισμό στις στάχτες του οποίου καίγεται ένα μείζον διπλωματικό ζήτημα μεταξύ των δύο χώρων, ενώ τις απομακρύνει και σε άλλα επίσης σπουδαία θέματα.
Ευρύτερα, μέσω της εξέλιξης του εκατέρωθεν επώδυνου διπλωματικού επεισοδίου, τίθενται εκ νέου για τη χώρα μας κρίσιμα ερωτήματα και διλήμματα για τη ντε φάκτο διολίσθηση της πολιτικής της από τις θεμελιώδεις προβλέψεις του Αρχαιολογικού Νόμου (ν.4858/21 σε συνέχεια των περιοδικών επικαιροποιήσεων του κύριου Αρχαιολογικού ν.10-22/5/1834) και την πάγια θέση της Ελλάδας περί της μη αναγνώρισης με οποιοδήποτε τρόπο «ιδιοκτητών» κλεμμένων ελληνικών αρχαιοτήτων, καθώς και περί του «αμετακίνητου» εξεχόντων εκθεμάτων των ελληνικών μουσείων, στην αμφιλεγόμενη γραμμή της αναγνώρισης των όποιων «δικαιωμάτων» αλλότριων φορέων και ατόμων που διατηρούν αποκομμένες από τον τόπο μας «συλλογές» αρχαιοτήτων (sic) και της αποδοχής διάφορων μορφών δανεισμού τους με βαριά ανταλλάγματα (αμετακίνητες αρχαιότητες).
Η διολίσθηση αυτή της εθνικής πολιτικής για το σύνολο της διαχείρισης των αρχαιοτήτων γίνεται σε μια ιστορική φάση που η προσέγγιση της σταθερής και τεκμηριωμένης διεκδίκησης της επιστροφής και επανένωσης των αρχαίων στον τόπο δημιουργίας τους έχει πετύχει σημαντικά και απτά αποτελέσματα. Σύμφωνα με τον Σ.Ε.Α. (1/12/2023), τα τελευταία χρόνια καταγράφονται σχετικά, «η απόφαση του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης (2006) να επιστρέψει το θραύσμα του λίθου VIII της βόρειας ζωφόρου του Παρθενώνα, που βρισκόταν στην πανεπιστημιακή συλλογή του, η απόφαση της Περιφέρειας της Σικελίας να επιστρέψει οριστικά το «θραύσμα Fagan» από τον λίθο VI της ανατολικής ζωφόρου και η πρόσφατη απόφαση του Πάπα να επιστρέψει οριστικά 3 θραύσματα που βρίσκονταν στο Μουσείο του Βατικανού».
Το ζήτημα λοιπόν τίθεται συνολικά στην ελληνική πολιτεία και κοινωνία: Θα βαδίσει ο τόπος μας, ως θεματοφύλακας της αρχαίας κληρονομιάς, τον δύσβατο δρόμο της επιστροφής των ελληνικών αρχαιοτήτων στο φυσικό χώρο τους, με επιμονή στο σύγχρονο διεθνές πλαίσιο ηθικής των μουσείων και της νομιμότητας ή θα αποδεχτούμε την αγοραία ατζέντα της «λογικής του συλλέκτη», έξω από το παρόν παγκόσμιο αξιακό πλαίσιο, μετατρέποντας το ίδιο το κράτος σε (δια)πραγματευτή ελασσόνων οικονομικών ωφελημάτων και εφήμερων μικροπολιτικών εντυπώσεων;