ΕπικαιρότηταΟικονομίαΠολιτική

    Η Παραίτηση του Φρανσουά Μπαϊρού: Μια ήττα της νεοφιλελεύθερης οικονομικής ρητορικής

    french flag waving in le havre modern architecture
    Photo by Jan van der Wolf on Pexels.com

    Η παραίτηση του Φρανσουά Μπαϊρού στις 8 Σεπτεμβρίου 2025 δεν αποτελεί απλώς μια αλλαγή προσώπων στην ηγεσία της γαλλικής κυβέρνησης, αλλά αντιπροσωπεύει την κατάρρευση μιας πολιτικής στρατηγικής που απέτυχε σε όλα τα επίπεδα: πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό. Η κυβέρνηση Μπαϊρού κατέρρευσε μετά από ψηφοφορία εμπιστοσύνης στο Εθνικό Σώμα, με 364 βουλευτές να τον απορρίπτουν και μόλις 194 να τον στηρίζουν, γεγονός που καταδεικνύει τη βαθιά πολιτική απομόνωση του πρωθυπουργού. Η θητεία του, που διήρκησε μόλις εννέα μήνες, σηματοδοτεί μια ακόμη φάση αβεβαιότητας για τη Γαλλία, αλλά και για την εφαρμοσμένη πολιτική λιτότητας που ακολούθησε.

    Το υπόβαθρο της αποχώρησης Μπαϊρού είναι καθαρά οικονομικό. Ο πρωθυπουργός είχε προτείνει έναν αυστηρό προϋπολογισμό λιτότητας ύψους 43,8 έως 44 δισεκατομμυρίων ευρώ, με στόχο τη μείωση του ελλείμματος από 5,8% του ΑΕΠ το 2025 σε 4,6% το 2026, φτάνοντας τελικά στο 3% μέχρι το 2029, το ανώτατο όριο που θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως μέρος αυτής της στρατηγικής, σχεδίαζε δραστικές περικοπές σε κοινωνική πρόνοια, υγεία και συντάξεις, πάγωμα φορολογικών κλιμάκων και ακόμη και την κατάργηση δύο εθνικών αργιών, της Δευτέρας του Πάσχα και της 8ης Μαΐου, σε μια προσπάθεια όπως ο ίδιος δήλωνε «να σωθεί η χώρα». Ο Μπαϊρού τάχθηκε σθεναρά κατά του «δημοσιονομικού ανεξέλεγκτου χρέους», υπογραμμίζοντας ότι το χρέος αυξάνεται κατά 5.000 ευρώ το δευτερόλεπτο.

    Ωστόσο, η πολιτική του απέτυχε να αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Τα μέτρα, χαρακτηριζόμενα ως νεοφιλελεύθερα, επιδίωκαν να ενισχύσουν το κεφάλαιο μειώνοντας τις δημόσιες δαπάνες, αλλά δημιούργησαν νέο κοινωνικό και πολιτικό κόστος. Οι αντιδράσεις από συνδικάτα, την Αριστερά και ακόμα από την Ακροδεξιά υπήρξαν έντονες, ενώ η Μαρίν Λεπέν κατήγγειλε πλήρη αποτυχία της κυβέρνησης Μακρόν–Μπαϊρού, υποστηρίζοντας ότι οι πολίτες καλούνται να επωμιστούν σχεδόν 20 δισεκατομμύρια ευρώ σε φόρους και στερήσεις, χωρίς κανένα πλήγμα στην ευημερία των αστών ή στις δαπάνες της ΕΕ. Οι αγορές αντέδρασαν άμεσα: τα γαλλικά ομόλογα έγιναν πιο ακριβά για το κράτος, ενώ ο δείκτης CAC 40 υποχώρησε, καθώς οι επενδυτές ανησυχούσαν για την πολιτική αστάθεια και τις επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη.

    Η οικονομική λογική πίσω από τη στρατηγική Μπαϊρού στηριζόταν στην υπόθεση ότι αν μειώσεις το κράτος και ελευθερώσεις πόρους για το κεφάλαιο, αυτοί θα κατευθυνθούν σε παραγωγικές επενδύσεις και θα φέρουν ανάπτυξη. Στην πραγματικότητα, τα χρήματα έμειναν στάσιμα, επενδυτικά προϊόντα και μερίσματα έγιναν ο τελικός προορισμός τους, ενώ η οικονομία δεν κινητοποιήθηκε. Ο οικονομολόγος Ματιέ Πλαν επισημαίνει ότι η ανάπτυξη είναι αυτή που πραγματικά μειώνει το έλλειμμα, όχι οι περικοπές. Η πολιτική λιτότητας, αντί να ενισχύσει τα κρατικά έσοδα, μπορεί να μειώσει την κατανάλωση και τις επενδύσεις, εντείνοντας το πρόβλημα που υποτίθεται ότι επιδιώκει να λύσει.

    Το κοινωνικό κόστος της στρατηγικής Μπαϊρού ήταν επίσης δυσανάλογο. Οι φτωχότεροι θα έχαναν περίπου 1% του διαθέσιμου εισοδήματός τους, σε σύγκριση με μόλις 0,3% για τους πλουσιότερους. Το αποτέλεσμα ήταν μια εικόνα αδικίας και αποξένωσης, ενισχύοντας την αίσθηση ότι τα μέτρα εξυπηρετούσαν αποκλειστικά το κεφάλαιο, χωρίς ανατροφοδότηση στην κοινωνία. Παράλληλα, η άρνηση του Μπαϊρού να διαπραγματευτεί ή να ενσωματώσει αντιρρήσεις από την αντιπολίτευση ερμηνεύτηκε ως αλαζονική και εκβιαστική, ενισχύοντας το πολιτικό αδιέξοδο.

    Μετά την παραίτηση, η Γαλλία εισέρχεται σε περίοδο αβεβαιότητας. Ο πρόεδρος Μακρόν καλείται να ορίσει νέο πρωθυπουργό, πιθανώς τεχνοκράτη ή μετριοπαθή, που θα μπορέσει να περάσει τον προϋπολογισμό για το 2026. Το ενδεχόμενο διάλυσης της Εθνοσυνέλευσης ή πρόωρων εκλογών δεν μπορεί να αποκλειστεί, ενώ οι επιχειρήσεις καθυστερούν επενδυτικά σχέδια λόγω αβεβαιότητας. Οι κοινωνικές αντιδράσεις φαίνονται ήδη μέσω του κινήματος «Bloquons tout» και των απεργιών που αναμένονται, υπογραμμίζοντας τη δυσπιστία και την αναταραχή που προκάλεσε η πολιτική λιτότητας.

    Συνολικά, η παραίτηση Μπαϊρού αποδεικνύει ότι η νεοφιλελεύθερη οικονομική ρητορική, όταν εφαρμόζεται μονομερώς και χωρίς κοινωνική νομιμοποίηση, δεν οδηγεί σε ανάπτυξη ούτε σε σταθερότητα. Η επιμονή στη λιτότητα, η υπονόμευση του κράτους πρόνοιας και η αδιαφορία για την κοινωνική συνοχή μπορούν να προκαλέσουν πολιτική έκρηξη και οικονομική σύγχυση, αντί για την ανάκαμψη που υπόσχονται οι θεωρητικοί της αγοράς. Η ιστορία Μπαϊρού αποτελεί σαφή προειδοποίηση για κάθε κυβέρνηση που θεωρεί ότι η οικονομική πειθαρχία μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς διάλογο και κοινωνική υποστήριξη.

    Leave a comment

    Αφήστε μια απάντηση

    Related Articles

    ΕπικαιρότηταΝέα ΙωνίαΝέα της Πόλης

    Τη Δευτέρα 3 Νοεμβρίου τα σχολεία και ο Δήμος Νέας Ιωνίας λειτουργούν κανονικά

    Τις τελευταίες ημέρες έχουν κυκλοφορήσει, σε μέσα ενημέρωσης και κοινωνικά δίκτυα, δημοσιεύματα...

    Νέα της ΠόληςΕπικαιρότηταΧαλάνδρι

    Χωρίς θέματα η ειδική συνεδρίαση λογοδοσίας στο Δήμο Χαλανδρίου

    Δεν πραγματοποιήθηκε τελικά η 4η Ειδική Συνεδρίαση Λογοδοσίας της Δημοτικής Αρχής Χαλανδρίου,...

    ΕπικαιρότηταΕργασίαΕργασίαΚοινωνία

    ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ(150) ΘΕΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ ΣΤΟ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΟ ΣΩΜΑ

    Ανακοινώθηκε η προκήρυξη διαγωνισμού για την πρόσληψη εκατόν πενήντα (150) Πυροσβεστών Γενικών...