Η εξωτερική πολιτική που μας πουλάνε ως «στρατηγική ανάταση» μοιάζει όλο και περισσότερο με παράσταση χωρίς σενάριο. Οι συμμαχίες μας βαφτίζονται «επιτυχίες» ενώ στην πράξη η χώρα κινείται με τρόπο που ταιριάζει περισσότερο σε λομπίστες παρά σε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Αυτή η ηγεσία, αντί να υπερασπίζεται τη θέση της χώρας, εμφανίζεται να προσαρμόζεται, να υποτάσσεται, να εξιδανικεύει τη σταθερότητα ως αυτοσκοπό, ακόμη και όταν η «σταθερότητα» σημαίνει παραίτηση από εθνικά συμφέροντα.
Η εικόνα δεν είναι απλώς ρητορική, τα γεγονότα το επιβεβαιώνουν. Σε διεθνή συνέδρια και διπλωματικά τραπέζια, η Ελλάδα σπάνια προβάλλει πρωτοβουλία, σχολιάζεται ως εταίρος που συμμετέχει μεν αλλά δεν καθοδηγεί, ούτε καν έχει άποψη. Ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του φαίνεται να κινούνται σαν λομπίστες προσωπικών συμφερόντων. Δε φαίνεται όμως, ότι κατανοούν την ιστορική και θεσμική ευθύνη του αξιώματος που κατέχουν. Η ηγεσία οφείλει να διεκδικεί, να διαπραγματεύεται, να προφυλάσσει τα σύνορα και τα δικαιώματα της χώρας. Η εντύπωση που διαχέεται διεθνώς είναι ότι η Ελλάδα δεν είναι «ισότιμος εταίρος» αλλά «χώρα που υποτάσσεται» και είναι λυπηρό όταν η ιστορία μας τιμάται από δόξα και αγώνες για την ελευθερία. Η εικόνα του πρωθυπουργού δείχνει έλλειψη κρίσης μα το χειρότερο είναι, ότι φαίνεται, να τον διακατέχει άγνοια και να μην αντιλαμβάνεται τις κινήσεις του, όπως η πρόσφατη απεχθής χειραψία με τον τον τζιχαντιστή μεταβατικό πρόεδρο της Συρίας και σφαγέα των Χριστιανών Αχμέντ αλ-Σάρα.
Η ανικανότητά του και η ασχετοσύνη του είναι εμφανής, μόνο μία φράση μπορώ να σκεφτώ να περιγράφει την κατάσταση του πρωθυπουργού της χώρας και είναι του Αβρααμ Λίνκολν
«Μπορείς να κοροϊδεύεις λίγους για πολύ καιρό, πολλούς για λίγο, αλλά όχι όλους για όλον τον καιρό».
Τα ήδη πεπραγμένα της κυβέρνησης αυτής, δεν αφήνουν αισιόδοξα μηνύματα για το μέλλον. Η απόσταση από τη Ρωσία, που σε άλλες εποχές αποτελούσε έστω έναν συμπληρωματικό δίαυλο, είναι απόρροια της κακής εξωτερικής πολιτικής. Η επιλογή ευθυγράμμισης με την πιο σκληρή γραμμή της Δύσης στέρησε από την Ελλάδα τη δυνατότητα ελιγμών και έναν κρίσιμο μοχλό επιρροής στην περιοχή και δη όταν αντί να αποτελούμε ειρηνευτική δύναμη, ο πρωθυπουργός επέλεξε να στείλει όπλα στην Ουκρανία. Αυτό το πολιτικό «όλα ή τίποτα» απέναντι σε έναν παγκόσμιο παίκτη με ιστορικούς δεσμούς έχει κόστος στην ικανότητα διπλωματικής ευελιξίας.
Παράλληλα, η «αγκαλιά» με το Ισραήλ παρουσιάζεται ως στρατηγική επιλογή ασφαλείας και τεχνολογικής συνεργασίας. Υπάρχουν όντως συμφωνίες για άμυνα και εξοπλισμούς, όμως η σχέση αυτή δεν εξασφαλίζει αυτόματα αποτροπή απέναντι σε άλλες προκλήσεις ούτε καλύπτει το κενό που δημιουργείται όταν λείπει μια ισορροπημένη, πολυδιάστατη διπλωματία.
Και εδώ έρχεται το επικίνδυνο σημείο. Η Ελλάδα εμφανίζεται υπερβολικά πρόθυμη να ταυτιστεί με το Τελ Αβίβ παρόλο που το Ισραήλ κατηγορείται διεθνώς για εγκλήματα πολέμου και για διάπραξη γενοκτονίας στη Γάζα. Η κυβέρνηση δεν τολμά ούτε καν να αναγνωρίσει τον όρο «γενοκτονία», επιλέγοντας να συνεχίζει την στήριξή της στον εγκληματία πολέμου. Έτσι, δεν παρουσιάζεται ως εταίρος με κύρος αλλά ως υπηρέτης τρίτων Η ιστορία δείχνει πως όσοι σιωπούν απέναντι σε εγκλήματα, κινδυνεύουν αργότερα να βρεθούν οι ίδιοι στη θέση του θύματος. Όταν δεν υπερασπίζεσαι τις αρχές του διεθνούς δικαίου, αλλά τις εφαρμόζεις επιλεκτικά, πώς μπορείς να απαιτήσεις σεβασμό αν αύριο αδικηθείς; Η Ελλάδα ακόμα νιώθει το αίμα των νεκρών της, την προσφυγιά, οι πολιτικοί μας ξέχασαν; Πώς ντροπιάζουν την ιστορία της με τη συνεχή συνενοχή.
Στο μέτωπο της θάλασσας, οι παραβιάσεις της ΑΟΖ και οι διεκδικήσεις της Τουρκίας συνεχίζουν να είναι καθημερινότητα. Οι διακηρύξεις για «δίχτυ συμμαχιών» αποδεικνύονται κενές όταν η πραγματικότητα παραμένει, σειρές παραβιάσεων, γεωπολιτικές προκλήσεις και μια περιορισμένη ικανότητα άμεσης αποτροπής. Το κενό αυτό δεν καλύπτεται με μεγάλες κουβέντες αλλά με ενεργητική, συνεκτική στρατηγική και δη όταν ο Ερντογάν με ύφος σοβαρού ηγέτη απαξιεί να αναπτύξει διάλογο ή έστω χαιρετισμό με τον Έλληνα πρωθυπουργό.
Τα εσωτερικά σκάνδαλα έρχονται να συμπληρώσουν το παζλ της διεθνούς υποβάθμισης. Η τραγωδία των Τεμπών, οι ανησυχίες για τη διαχείριση ευρωπαϊκών κονδυλίων, οι αποκαλύψεις για απάτες σε επιδοτήσεις, δείχνουν ότι η χώρα δεν μπορεί να διεκδικήσει διεθνή σεβασμό όταν στο εσωτερικό οι θεσμοί εμφανίζονται διαβρωμένοι ή ανίκανοι να δώσουν πειστικές απαντήσεις. Τα σκάνδαλα δεν είναι «εσωτερική υπόθεση», υπονομεύουν την αξιοπιστία της χώρας και την ικανότητα των ηγεσιών να ζητούν και να παίρνουν σεβασμό στο εξωτερικό.
Οι συνέπειες των πρακτικών αυτών εκτός από ότι μας ρεζιλεύουν διεθνώς, δημιουργούν αδυναμία να προληφθούν και να αντιμετωπιστούν ανεπιθύμητες εξελίξεις, αύξηση κόστους για να καλύψεις και κυρίως μεταφορά του κόστους στην κοινωνία σε ασφάλεια, σε ανάπτυξη, σε εμπιστοσύνη. Η εικόνα μιας χώρας που εμφανίζεται διεθνώς υποταγμένη μετατρέπεται γρήγορα σε οικονομική και γεωπολιτική αδυναμία.
Αν η ηγεσία συνεχίσει στην ίδια κατεύθυνση, η Ελλάδα θα συνεχίσει να αντιμετωπίζεται όχι ως εν ενεργεία παίκτης αλλά ως θεατής σε ένα παιχνίδι που καθορίζουν άλλοι. Και όταν οι αποφάσεις παίρνονται σκληρά, οι θεατές δεν έχουν λόγο στο τραπέζι, έχουν μόνο το κόστος.
Η Ελλάδα, ως μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, έχει τη δυνατότητα να διαδραματίσει έναν πιο ενεργό και καθοριστικό ρόλο. Για να γίνει αυτό, απαιτείται κάτι που μοιάζει δυστυχώς απών, χρειάζονται ηγέτες που να υπηρετούν τη χώρα και όχι τα συμφέροντα τρίτων. Μόνο τότε μπορεί να μιλήσει κανείς για πραγματική διπλωματία, και όχι για μια συνεχόμενη παράσταση υποτέλειας. Ισχυρό κράτος σημαίνει οι εκπρόσωποί του να είναι ικανοί να οριοθετήσουν.
















Leave a comment